- συμπίληση
- η / συμπίλησις, -ήσεως, ΝΜΑ [συμπιλῶ]η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού συμπιλώ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συμπίληση — η συνένωση διάφορων πραγμάτων με τρόπο άτεχνο: Μια από τις θεωρίες που διατυπώθηκαν για τη δημιουργία των ομηρικών επών είναι και η θεωρία της συμπίλησης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συμπίλημα — το, ΝΜ [συμπιλῶ] καθετί που έχει σχηματιστεί με συμπίληση, μίγμα που έχει αποτελεστεί από συμπίεση διαφόρων πραγμάτων νεοελλ. μτφ. κείμενο που έχει προέλθει από συμπίληση, σύμφυρμα, συνονθύλευμα … Dictionary of Greek
παρεκβολή — ἡ, ΜΑ [παρεκβάλλω] 1. παρέκβαση, απομάκρυνση, παρέκκλιση 2. συμπίληση, συλλογή κριτικών σημειώσεων, επιτομή («Εὐσταθίου παρεκβολαὶ εἰς Ὅμηρον») … Dictionary of Greek
συρραφή — η, ΝΜΑ [συρράπτω] σύναψη με ραφή, ράψιμο νεοελλ. 1. (για σύγγραμμα) σύνθεση με ύλη από διάφορα συγγράμματα, συμπίληση 2. συνένωση τεμαχίων υφάσματος για κατασκευή ιστίων και σκηνών … Dictionary of Greek